- ἐνάρθρῳ
- ἔναρθροςjointedmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναρθρώ — ( όω) (AM ἐναρθρῶ) 1. συνδέω, συναρμόζω με ενάρθρωση 2. προφέρω με τρόπο έναρθρο, βγάζω έναρθρη φωνή, αρθρώνω … Dictionary of Greek